Logo Twitter Social Icon Rounded Square Color Logo LinkedIn 2C 66px R    

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ-ΠΔ 122/12 (με τροποποιησεις) - Άρθρο 2 - Αρμοδιότητες

Ευρετήριο Άρθρου

 

 

Άρθρο 2

 

Αρμοδιότητες

 

1. Η Αρχή είναι αρμόδια για το σύνολο των κατηγοριών δημοσίων συμβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ν. 4013/2011, ανεξαρτήτως της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων αυτών.

 

2. Ειδικότερα, η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες, τις οποίες ασκεί σύμφωνα με τον νόμο και τον παρόντα Κανονισμό:

 

α) Εποπτεύει και συντονίζει τη δράση των φορέων της κεντρικής διοίκησης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μπορεί να συμμετέχει σε συλλογικά κυβερνητικά όργανα με αρμοδιότητα επί των δημοσίων συμβάσεων, τα οποία συνιστώνται σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 περίπτωση β` του π.δ. 63/2005 (Α` 98). Με σκοπό την ενοποίηση και ομοιόμορφη ανάπτυξη και εφαρμογή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η Αρχή μπορεί να συγκαλεί συσκέψεις συντονισμού με εκπροσώπους των φορέων της κεντρικής διοίκησης και να συγκροτεί ομάδες εργασίας με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων. Με την απόφαση συγκρότησης των ομάδων εργασίας καθορίζονται το έργο κάθε ομάδας, ο χρόνος και ο τρόπος λειτουργίας της. Οι κατά τα ανωτέρω ομάδες εργασίας για τις ανάγκες εκπλήρωσης του έργου τους υπάγονται στην Αρχή και παραδίδουν το έργο τους σε αυτή. Η Αρχή λαμβάνει για ενημέρωση της πίνακα από τα αρμόδια όργανα της κεντρικής, περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης, στον οποίο περιέχεται ο προγραμματισμός των αναγκών τους σχετικά με την εκτέλεση έργων, μίσθωση υπηρεσιών και προμήθεια αγαθών για το επόμενο έτος. Ο ανωτέρω πίνακας πρέπει να κοινοποιείται στην Αρχή το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους από αυτό το οποίο αφορά ο προγραμματισμός εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις που δικαιολογούν την καθυστερημένη αποστολή.

 

β) Συμβάλλει στη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μεριμνά για την τήρηση των κανόνων και αρχών της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα, εισηγείται ρυθμίσεις προς τα αρμόδια εθνικά όργανα για την προσήκουσα εναρμόνιση της εθνικής έννομης τάξης προς το ενωσιακό δίκαιο, την απλούστευση, συμπλήρωση, αναμόρφωση, κωδικοποίηση και ενοποίηση των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων του εθνικού δικαίου, καθώς και τον εξορθολογισμό των διοικητικών πρακτικών, με σκοπό την ομοιόμορφη, ταχεία και προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος εφαρμογή αυτών και τη διασφάλιση της τήρησης προσηκουσών διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων.

 

γ) Διατυπώνει γνώμη για τη νομιμότητα κάθε διάταξης σχεδίου νόμου ή κανονιστικής πράξης που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και συμμετέχει στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Για την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητας οι αρμόδιοι δημόσιοι φορείς οφείλουν να απευθύνουν πρόσκληση στην Αρχή για συμμετοχή εκπροσώπων της στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα αρμόδια όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα:

 

αα) Η Αρχή διατυπώνει γνώμη επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεση τους στη Βουλή. Αν ο αρμόδιος Υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση των απόψεων. Στις εν λόγω συσκέψεις η Αρχή και ο εκάστοτε αρμόδιος Υπουργός μπορούν να ζητούν τη συμμετοχή ανεξάρτητων τρίτων, ειδικών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Οι συσκέψεις αυτές πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας ψήφισης του σχεδίου νόμου. Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου Υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του Υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεση τους στη Βουλή και αναρτώνται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της. Σε περίπτωση απόκλισης του σχεδίου νόμου από τη γνώμη της Αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Αρχής.

 

ββ) Τα προεδρικά διατάγματα, κατά το μέρος που ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων, εκδίδονται μετά από γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα, η γνώμη αυτή συνοδεύει τα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων κατά την αποστολή τους προς επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αναρτάται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της.

 

γγ) Οι λοιπές κανονιστικές πράξεις, εξαιρουμένων των προκηρύξεων, καθώς και οι κανονισμοί άλλων δημοσίων οργάνων και αναθετουσών αρχών, όπως ιδίως οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2286/1995, συμπεριλαμβανομένων των κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας των κατά περίπτωση αρμόδιων ελεγκτικών διοικητικών οργάνων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, κατά το μέρος που οι εν λόγω πράξεις και κανονισμοί ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Η εν λόγω γνωμοδοτική αρμοδιότητα ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση των ανωτέρω σχεδίων διατάξεων στην Αρχή, με μέριμνα του οικείου οργάνου. Με την άπρακτη παρέλευση της άνω προθεσμίας τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της Αρχής.

 

Στην περίπτωση που η Αρχή κρίνει ότι διάταξη σχεδίου νόμου, προεδρικού διατάγματος, άλλης κανονιστικής πράξης ή κανονισμοί λειτουργίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω παραγράφου, αλλά δεν της έχουν κοινοποιηθεί, δύναται και αυτεπαγγέλτως να ασκήσει την κατά περίπτωση γνωμοδοτική της αρμοδιότητα, ακόμα και αν η σχετική διάταξη, πράξη ή κανονισμός έχει ήδη δημοσιευτεί.

 

δδ) Οι αποφάσεις των αναθετουσών αρχών που αφορούν προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, συμφώνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 3 του π.δ. 59/2007 (άρθρο 40 παρ. 3 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) και των άρθρων 24 και 25 του π.δ. 60/2007 (άρθρα 30 και 31 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ αντίστοιχα) εξαιρουμένων των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Η εν λόγω αρμοδιότητα ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την περιέλευση του σχεδίου απόφασης στην Αρχή, συνοδευόμενου από όλα τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται, κατά περίπτωση, η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, με μέριμνα της αναθέτουσας αρχής. Με την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Στο πλαίσιο άσκησης δειγματοληπτικών ελέγχων, αν η Αρχή εκτιμά ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ανωτέρας βίας που να δικαιολογούν τη μη τήρηση της πρόβλεψης της παρούσας παραγράφου, με απόφαση της δύναται να ζητάει από την αναθέτουσα αρχή την άμεση περιέλευση του σχεδίου απόφασης περί προσφυγής στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, προκειμένου να ασκήσει τις αρμοδιότητες της. Σχέδια αποφάσεων των αναθετουσών αρχών που αφορούν προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για λόγους ανωτέρας βίας, αποστέλλονται επίσης στην Αρχή, ώστε να καθίσταται δυνατός και προληπτικός δειγματοληπτικός έλεγχος.

 

δ) Η Αρχή εκδίδει και αναρτά στην ιστοσελίδα της κανονισμούς για ειδικότερα τεχνικά ή λεπτομερειακά θέματα σχετικά με ζητήματα δημοσίων συμβάσεων που αφορούν ιδίως στην ερμηνεία της σχετικής εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας, λαμβανομένης υπόψη της εθνικής νομολογίας και της νομολογίας των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες προς τους αρμόδιους δημόσιους φορείς και τις αναθέτουσες αρχές με το ανωτέρω περιεχόμενο και εισηγείται στους αρμόδιους Υπουργούς την έκδοση σχετικών εγκυκλίων. Οι κατευθυντήριες οδηγίες αφορούν ιδίως θέματα ενοποίησης των διαδικασιών ελέγχου στο στάδιο που προηγείται της σύναψης δημοσίων-συμβάσεων. Οι αρμόδιοι δημόσιοι φορείς υποχρεούνται να διαβουλεύονται με την Αρχή πριν την έκδοση οποιασδήποτε εγκυκλίου ή κατευθυντήριας οδηγίας. Σε περίπτωση διαφωνίας, οι εν λόγω φορείς οφείλουν να λάβουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής και να αιτιολογούν εγγράφως τις θέσεις τους. Στο πλαίσιο άσκησης της ανωτέρω αρμοδιότητας της ως προς την έκδοση κατευθυντηρίων γραμμών, η Αρχή δύναται να συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές, όπως και με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της ημεδαπής και της αλλοδαπής.

 

ε) Η Αρχή εκδίδει πρότυπα τεύχη δημοπράτησης και σχέδια συμβάσεων μετά από διαβούλευση με τους κατά περίπτωση αρμόδιους δημόσιους φορείς. Η Αρχή διαμορφώνει κανόνες για την τυποποίηση των τεχνικών προδιαγραφών σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς και ελέγχει την εναρμόνιση αυτών με τις γενικές αρχές του εθνικού και ενωσιακού δικαίου.

 

στ) Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των δράσεων των δημοσίων φορέων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των συναρμόδιων Υπουργείων, των αρμόδιων διοικητικών οργάνων άσκησης ελέγχου και εποπτείας, καθώς και των αναθετουσών αρχών, στο πλαίσιο του ισχύοντος εθνικού και ενωσιακού νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου περί ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων.

 

ζ) Ασκεί δειγματοληπτικούς ελέγχους, αναζητώντας με δική της πρωτοβουλία ή/και κατόπιν καταγγελίας πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τις εν εξελίξει διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων από τις αναθέτουσες αρχές και τους εμπλεκόμενους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και καλεί σε ακρόαση τους εκπροσώπους τους για την παροχή πληροφοριών και στοιχείων. Τα πορίσματα της έρευνας της Αρχής επί των κατά τα ανωτέρω ελεγχόμενων διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων κοινοποιούνται στην οικεία αναθέτουσα αρχή, όπως και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις περιπτώσεις της επόμενης παραγράφου. Τα αρμόδια δημόσια όργανα και οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να συνεργάζονται με την Αρχή, να παρέχουν σε αυτήν κάθε αναγκαία σχετική πληροφορία και να συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις της. Αντίστοιχη υποχρέωση υπέχουν και οι οικονομικοί φορείς, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του άρθρου 15 του παρόντος. Η Αρχή, εφαρμόζοντας μεθόδους αποτίμησης κινδύνων, εξετάζει ιδίως διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας ή συγχρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά προγράμματα. Εξετάζει επίσης όλες τις διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για φερόμενες παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, στην περίπτωση που έχει λάβει σχετική έγγραφη ενημέρωση από την αρμόδια Διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή μπορεί είτε με δική της πρωτοβουλία είτε και κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εξετάζει τη φερόμενη παράβαση, ασκώντας τις αρμοδιότητες που της παρέχει ο νόμος και ο παρών Κανονισμός. Αν διαπιστωθεί από την Αρχή παραβίαση του εθνικού ή του ενωσιακού δικαίου επί των δημοσίων συμβάσεων, η πρόοδος των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας διακόπτεται με σχετική απόφαση και δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς απόφαση της Αρχής που να παρέχει την έγγραφη συναίνεση της για την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας. Η δυνατότητα αυτή της Αρχής ισχύει, ανεξαρτήτως αν για την ίδια διαδικασία ανάθεσης έχουν επιληφθεί άλλοι αρμόδιοι εθνικοί φορείς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή δικαστήρια, εφόσον πάντως δεν συντρέχει περίπτωση προσωρινού ή οριστικού δεδικασμένου.

 

Τα πορίσματα της Αρχής αναφορικά με τη διαπίστωση παραβάσεων διαβιβάζονται περαιτέρω στα αρμόδια δικαστήρια, ύστερα από αίτημα τους, και παρέχονται, με μέριμνα της αναθέτουσας αρχής, σε κάθε ενδιαφερόμενο που αποδεικνύει έννομο συμφέρον για την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του. Επίσης, η Αρχή ενημερώνει άμεσα τα αρμόδια όργανα εποπτείας και ελέγχου, προκειμένου αυτά να επιληφθούν για την άσκηση των κατά το νόμο αρμοδιοτήτων τους και, σε περίπτωση παραβίασης του εθνικού και ενωσιακού δικαίου, συντάσσει και αναρτά στην ιστοσελίδα της ειδική έκθεση, η οποία διαβιβάζεται στον Πρόεδρο της Βουλής και κοινοποιείται στα ως άνω αρμόδια όργανα.

 

η) Εποπτεύει και αξιολογεί τα κατά περίπτωση αρμόδια ελεγκτικά διοικητικά όργανα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με το ισχύον εθνικό και ενωσιακό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο και τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αρχής. Τα εν λόγω όργανα οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις οδηγίες της Αρχής.

 

θ) Μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις για θέματα δημοσίων συμβάσεων, ιδίως σε περιπτώσεις που εγείρονται ευρύτερης σημασίας νομικά ζητήματα ή περιπτώσεις που αφορούν τη συνεπή και ενιαία εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων, με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα των αρμόδιων δικαστηρίων σε δίκες που διεξάγονται ενώπιον τους. Η Αρχή μπορεί να ζητάει από το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο κάθε έγγραφο που κρίνεται αναγκαίο για τη διατύπωση της γνώμης της κατά το προηγούμενο εδάφιο, στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας.

 

ι) Τηρεί Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων. Ιδίως:

 

αα) συλλέγει και δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων και τη συναφή νομολογία των ενωσιακών και εθνικών δικαστηρίων,

 

ββ) παρακολουθεί και αξιολογεί τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσίευση στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων δεδομένων στοιχείων από τις αναθέτουσες αρχές και τους αρμόδιους δημόσιους φορείς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 4013/2011. Επίσης, μεριμνά να τηρούνται στην Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων τα κατωτέρω στοιχεία: α) οι προκηρύξεις διαγωνισμών και οι προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος, β) το αντικείμενο των διαγωνισμών και η διαδικασία που τον διέπει, γ) το προϋπολογισθέν ποσό και η πηγή χρηματοδότησης, δ) τα σχετικά χρονοδιαγράμματα και προθεσμίες, ε) τυχόν συμπληρωματικές συμβάσεις, στ) σχετική νομολογία, ζ) στατιστικά στοιχεία.

 

ια) Παρέχει συμβουλές στις αναθέτουσες αρχές με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αιτήματα των τελευταίων, ιδίως κατά το στάδιο εκδίκασης ή εξέτασης προδικαστικών προσφυγών, σχετικά με τη νόμιμη διεξαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων και την ομοιόμορφη εφαρμογή της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων.

 

ιβ) Συμμετέχει στα αρμόδια ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ως πρωτεύουσα εθνική αρχή επικοινωνίας σχετικά με την ανταλλαγή απόψεων, πληροφοριών και στοιχείων που αφορούν την εθνική στρατηγική, το νομικό πλαίσιο και τις διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων. Συμμετέχει στην εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και σε συναντήσεις που αφορούν τον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Στο πλαίσιο των παραπάνω αρμοδιοτήτων της αποτελείτο κεντρικό σημείο επικοινωνίας και συντονισμού των ελληνικών αρχών με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ενωσιακής νομόθεσίας περί των δημοσίων συμβάσεων, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών περί παραβιάσεων της ενωσιακής νομοθεσίας και δικαστικής εκπροσώπησης της χώρας στα δικαστικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, οι εκάστοτε αρμόδιες ελληνικές αρχές και οι εκάστοτε εμπλεκόμενοι δημόσιοι φορείς υποχρεούνται να αποστέλλουν στην Αρχή το σύνολο της σχετικής αλληλογραφίας και του φακέλου κάθε φερόμενης παράβασης, προκειμένου η Αρχή να πραγματοποιήσει την κατά τα κατωτέρω έρευνα της. Στην απάντηση των ελληνικών αρχών προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας περί των δημοσίων συμβάσεων, προσαρτώνται υποχρεωτικά τα αποτελέσματα έρευνας της Αρχής, σχετικά με την προσήκουσα ερμηνεία, τήρηση και εφαρμογή των εν λόγω κανόνων στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στην υπό περίπτωση ζ αρμοδιότητας της.

 

ιγ) Συντάσσει και υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε ημερολογιακού έτους, ετήσια έκθεση η οποία δημοσιεύεται στο διαδίκτυο και περιλαμβάνει αποτίμηση των πεπραγμένων της Αρχής, σύμφωνα με το σκοπό και τις αρμοδιότητες της, τις προτάσεις βελτίωσης του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου και των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που έχουν διατυπωθεί προς τους αρμόδιους φορείς και όργανα, καθώς και την πρόοδο της συμμόρφωσης των αρμόδιων φορέων και οργάνων με τις εν λόγω προτάσεις.

 

κ) Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της η Αρχή: i) δύναται να συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές, όπως και με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της ημεδαπής και της αλλοδαπής, ϋ) δύναται να δημοσιεύει μελέτες με συγκεντρωτικά και συγκριτικά στοιχεία, να απευθύνει συστάσεις και να υποβάλλει προτάσεις στους αρμόδιους δημόσιους φορείς και αναθέτουσες αρχές.